Οι αρχαίοι Έλληνες εικάζεται ότι χρησιμοποιούσαν για την έννοια του ελεύθερου χρόνου τη λέξη «σχολή» (Σταματάκος, 1990). Στην αρχαία Ελλάδα και ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή της πόλης των Αθηνών, όπου όλες οι συνθήκες διαβίωσης ήταν εντελώς διαφορετικές από τη σύγχρονη Ελλάδα, η χρήση της λέξης «σχολή» και του ρήματος «σχολάζω» σήμαινε έχω τον χρόνο, διαθέτω τον χρόνο. Ο Αριστοτέλης μελέτησε το νόημα της «σχολής» και διατύπωσε πως η «σχολή» δεν είναι η ανάπαυση, ούτε το τέλος της δουλειάς. Αντίθετα, η δουλειά ή «η ασχολία» αποτελεί το τέλος του «ελεύθερου χρόνου». Η δουλειά ήταν το «μη έχειν» δηλαδή το να μην έχεις χρόνο, να μην έχεις τον εαυτό σου, πιθανόν να τον έχεις διαθέσει κάπου αλλού (π.χ. στην εργασία) και ως αποτέλεσμα να μην έχεις ευτυχία.
Στα νεοελληνικά, η αρχαία λέξη «σχολή» απαντάται ως «σχόλη», ενώ στη νεότερη ελληνική δημοτική ως «σκόλη», «..αύριο είναι σκόλη και γιορτή..» (Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας). Σε ελεύθερη μετάφραση, «σχόλη» σημαίνει ανάπαυση, στάση, τεμπελιά, έλλειψη απασχόλησης, μελέτη, διαλογική συζήτηση (Δημητράκου, 1976). Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για την ύπαρξη «σχόλης» είναι η ύπαρξη «ελεύθερου χρόνου». Όπως φαίνεται από τους χρόνους του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, το ζήτημα του ελεύθερου χρόνου και ο τρόπος διάθεσής του, από το κάθε άτομο, παρουσιάζεται ξεχωριστά, ως μια πολύπλοκη διαδικασία, όπου εμπλέκονται ποικίλοι παράγοντες.
Η ύπαρξη ελεύθερου χρόνου στη ζωή μας, νομοτελειακά, αποτελεί την αρχή για μια πορεία προς την ευτυχία. Ελεύθερος χρόνος λογίζεται ο χρόνος που μας απομένει μετά την υλοποίηση και ολοκλήρωση των καθημερινών βιολογικών, βιοποριστικών, οικογενειακών, κοινωνικών αναγκών και υποχρεώσεών μας. Ο χρόνος που απομένει διαθέσιμος να ανατάξουμε τη ζωή μας για τη συνέχεια. Να αφουγκρασθούμε τις επιθυμίες μας, τις προσδοκίες μας από τη ζωή, τα όσα μας απασχολούν. Ακόμη, να σχεδιάσουμε, να οργανώσουμε, να αναζητήσουμε απαντήσεις, να απολαύσουμε, να ξεκουρασθούμε, να ηρεμήσουμε, να νιώσουμε, να θεραπευθούμε.
Στη σύγχρονη εποχή, ο ελεύθερος χρόνος είναι ένα περιορισμένο χρονικό πλαίσιο της καθημερινής ζωής, τόσο ενός παιδιού, όσο και ενός ενήλικα. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής χαρακτηρίζεται από αυξημένο φόρτο εργασίας και μια ατέρμονη προσπάθεια «ολοκλήρωσης» όλων των υποχρεώσεων. Για αυτόν τον λόγο καθίσταται πιο αναγκαία από ποτέ η σωστή και δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου. Ένας τρόπος αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου, ο οποίος μπορεί να συμβάλλει θετικά στην ψυχική, πνευματική και στη σωματική μας υγεία είναι η ενασχόληση με τη φυσική δραστηριότητα και τις δραστηριότητες κινητικής αναψυχής. Συχνά παραπονιόμαστε ότι δεν βρίσκουμε χρόνο, για να γυμναστούμε. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι ο διαθέσιμος ελεύθερος χρόνος, υπάρχει, αλλά δύσκολα τον εντοπίζουμε, επειδή συνήθως δεν μπορούμε να προγραμματίσουμε σωστά τις επαγγελματικές μας υποχρεώσεις και δεν μπορούμε να καθορίσουμε τις προτεραιότητές μας.
Ο άλλος λόγος είναι ότι δυσκολευόμαστε να αναζητήσουμε εναλλακτικές δραστηριότητες άθλησης. Με βάση τις ισχύουσες, θα πρέπει να διαθέσουμε από 3 έως 5 ώρες την εβδομάδα για να γυμναζόμαστε, ώστε να έχουμε καλή υγεία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σε ομαδικές δραστηριότητες αθλητισμού αναψυχής είναι να αποφασίσουμε και να ιεραρχήσουμε τις προτεραιότητές μας.
Αντίθετα, η έλλειψη, η απουσία ελεύθερου χρόνου, μας οδηγεί σε συμπεριφορές επανάληψης, πιθανόν εξάρτησης, σε αδυναμία διάκρισης των βασικών μας αναγκών. Απομακρυνόμαστε από την ελευθερία, την αυτονομία, οδηγούμαστε σε προσκόλληση σε εμμονές ή σε υποχρεώσεις που πολλές φορές δεν είναι δικές μας επιλογές, συνήθειες μη υγιεινές, σε επανάληψη λάθος συμπεριφορών, πολλές φορές σε απόγνωση, σε κατάθλιψη.
Ο ελεύθερος χρόνος αποτελεί για τον άνθρωπο «προϋπόθεση» για τη βελτίωση της ζωής του και την πορεία προς την ευημερία και η ποιότητα του ελεύθερου χρόνου το οδηγεί προς την ολοκλήρωση.
Η υγιής αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου (Leisure) από τον άνθρωπο, συνδέεται με τις συγγενείς έννοιες της αναψυχής (Recreation), της ψυχαγωγίας (Entertainment), της διασκέδασης (amusement-fun) της υπαίθριας αναψυχής (Outdoor Recreation), του αθλητισμού αναψυχής (Recreational Sports), της αγωγής υπαίθρου (Outdoor Education), του αθλητικού τουρισμού (Sport Tourism). Στη σύγχρονη εποχή, η συχνή ενασχόληση του ατόμου με δραστηριότητες κινητικής αναψυχής (Recreational Activities) αποτελεί δείκτη ενός υγιούς και υψηλής ποιότητας τρόπου ζωής.
Ο όρος «αναψυχή» προέρχεται από τη λατινική λέξη recreatio που σημαίνει αναζωογονώ, δροσίζω, τονώνω, φρεσκάρω, ξεκουράζω. Η παραδοσιακή προσέγγιση θεωρεί ότι είναι μια διαδικασία, η οποία αναστηλώνει, αναζωογονεί και αποκαθιστά την υγεία σε κάθε άτομο. Η ιστορική προσέγγιση θεωρεί την αναψυχή ως μια δραστηριότητα, η οποία ξεκουράζει και ανανεώνει το άτομο από την υποχρεωτική του εργασία (Αυθίνος, 1998).
Κοινωνιολογικά λεξικά, γενικά, ορίζουν την αναψυχή ως «την οποιαδήποτε δραστηριότητα γίνεται, κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου, ατομικά ή συλλογικά, είναι ελεύθερης επιλογής του ατόμου, είναι ευχάριστη, ελκυστική και για το άτομο δεν υπάρχει κανένα άλλο κίνητρο, πέρα από την ίδια την αξία της αναψυχής».
Ερευνητές υποστηρίζουν ότι «στη διαδικασία της αναψυχής, το κεντρικό σημείο δεν είναι το είδος των δραστηριοτήτων, των εγκαταστάσεων ή των προγραμμάτων στο οποίο κάποιος λαμβάνει μέρος, αλλά αυτό που έχει κυρίως σημασία είναι το τελικό συναίσθημα που αποκομίζουν οι συμμετέχοντες».
Αν θελήσουμε να προσδιορίσουμε, κατά το δυνατόν, εμπειρικά την έννοια της «αναψυχής», χρησιμοποιώντας κατανοητούς όρους της καθημερινότητας, θα τη συνδέσουμε με λέξεις, όπως «χόμπι», «ανάπαυση», «ευεξία», «ανάταση», «χαλάρωση» (πνευματική, ψυχική ή σωματική), «τερπνό», «ευχαρίστηση», «φύση», «τέχνη», «κίνηση», «αδράνεια», «πάρτι», «παρέα», «μοναχικότητα», «ησυχία», «διασκέδαση», «ψυχαγωγία», «ερασιτεχνία», «οικειοθελή δραστηριότητα», «ελεύθερη δραστηριότητα» κ.ά. Μια κοινή βάση σε όλες αυτές τις έννοιες είναι ο οικειοθελής, ευέλικτος και ευχάριστος χαρακτήρας τους, πράγμα που αποτελεί τη βασική διαφορά της αναψυχής από το επάγγελμα (στο οποίο ακολουθούνται κανόνες και πρόγραμμα που επιβάλλονται από τους πελάτες στους ελεύθερους επαγγελματίες, και από τον προϊστάμενο στους υφιστάμενους, εργαζόμενους), καθώς και από τις απαραίτητες καθημερινές λειτουργίες, όπως π.χ. τη διατροφή και τον ύπνο, που εξυπηρετούν ανάγκες, ή από τη φροντίδα των παιδιών, καθιερωμένες συνήθειες που επιβάλλονται από την οικογένεια, το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς επίσης θεσμούς της ευρύτερης κοινωνίας.
Η «διασκέδαση» μπορεί ακόμη να έχει ως αποτέλεσμα την «αναψυχή» μας μέσα από συμμετοχή σε δραστηριότητες που δεν απαιτούν όμως σοβαρή ενασχόληση αλλά την ανέμελη διάθεση του ελεύθερου χρόνου. Η διασκέδαση, ως συμμετοχή, εκφράζει διαδικασίες στη διάρκεια των οποίων δεν καταβάλλουμε ιδιαίτερο μόχθο.
Ο όρος «διασκέδαση» υποδηλώνει απλά τη συμμετοχή, καθαρά, για την απόλαυση, το ξέδομα, την απομάκρυνση της έγνοιας και των προβλημάτων που μας απασχολούν.
Ο όρος «ψυχαγωγία». Διαφέρει ουσιαστικά από τη «διασκέδαση», λόγω της ετυμολογικής προέλευσης της λέξης, η οποία δηλώνει «την αγωγή της ψυχής» μας μέσα από την εμπλοκή μας σε δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, όπως θέατρο, χορός, μουσική, αθλητισμός, φυσική δραστηριότητα. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η «ψυχαγωγία» προϋποθέτει συνειδητή εμπλοκή και όχι απλά τυχαία, χαλαρή ή ευκαιριακή συμμετοχή.
Ως φυσική δραστηριότητα ορίζεται η κίνηση του σώματος, η οποία παράγεται από τους σκελετικούς μύες, με αποτέλεσμα την ενεργειακή δαπάνη. Η φυσική δραστηριότητα σχετίζεται με την καθημερινότητα μας, ως προς διάφορους τομείς, όπως τη μετακίνηση προς τη δουλειά ή προς άλλες εξωτερικές υποχρεώσεις, τις οικιακές εργασίες και τον τρόπο αξιοποίησης του χρόνου στο σπίτι, στη δουλειά ή στον ελεύθερο χρόνο μας (Caspersen et al., 1985: 126). Η παρουσία της φυσικής δραστηριότητας στην σύγχρονη καθημερινότητα είναι μείζονος σημασίας, καθώς συμβάλλει στην προώθηση της υγείας και στη βελτίωση των ποικίλων πτυχών της ποιότητας της ζωής (Pedersen & Saltin, 2015).
Πολλά είναι τα οφέλη της φυσικής δραστηριότητας στην υγεία μας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) συνιστά 60 λεπτά ημερήσιας φυσικής δραστηριότητας για τα παιδιά και 150 λεπτά μέτριας έντασης ή 75 λεπτά υψηλής έντασης φυσικής δραστηριότητας, εβδομαδιαίως για τους ενήλικες, προκειμένου να διασφαλιστεί η θετική συμβολή της στην πνευματική και σωματική υγεία των ατόμων (World Health Organization, 2020)
Εδώ θα πρέπει να διαχωρίσουμε την έννοια της άθλησης από την έννοια της άσκησης. Η άσκηση στα ομαδικά αθλήματα γίνεται άθληση και νοείται ως τέτοια, όταν αποκτά ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, ένα άτομο που τρέχει στον δρόμο μόνο του ασκείται, ένας που παίζει με μια μπάλα στον τοίχο ασκείται, ωστόσο αν έχει κάποιον αντίπαλο, ώστε να υπάρχει ανταγωνισμός για το ποιος θα τερματίσει πρώτος ή ποιος θα πετύχει το γκολ, τότε ανταγωνίζεται και λέμε ότι αθλείται. Σύμφωνα με τον Κουθούρη (2006) ο όρος «αθλητισμός» κάτω από το πρίσμα της κινητικής αναψυχής, έχει εντελώς διαφορετική έννοια, διάσταση και αποστολή, από αυτήν που έχει η συμμετοχή ενός αθλητή/τριας σε μια επαγγελματική ομάδα με στόχο τη συμμετοχή σε μεγάλους αγώνες.
Στη διάρκεια συμμετοχής σε συστηματική φυσική δραστηριότητα ενεργοποιούνται βιολογικοί/βιοχημικοί μηχανισμοί, όπως οι «ενδορφίνες» που συντελούν στην απελευθέρωση άλλων ενδογενών «οπιοειδών», όπως η β-ενδορφίνη και η β-λιποτροφίνη. Οι ενδορφίνες αυτές, προκαλούν ψυχική ευφορία, κατά τη διάρκεια της άσκησης ή και μετά από το πέρας αυτής. Οι ενδορφίνες δρουν ως φυσικά οπιοειδή και έχουν αναλγητική επίδραση στον πόνο. Η πλέον αξιοσημείωτη ενδορφινική επίδραση σχετίζεται με την πρόκληση στο άτομο μιας κατάστασης ευφορίας και ευθυμίας, που παρατηρείται, καθώς η άσκηση εξελίσσεται από μέτριας έντασης σε μεγάλης έντασης. Η επίδραση των ενδορφινών εμπλέκεται επίσης με την αυξημένη αντοχή στον πόνο του ασκούμενου, τη βελτίωση της όρεξης, τη μείωση του άγχους της έντασης του θυμού και της σύγχυσης. Τέλος, φαίνεται ότι τα οπιοειδή που παράγονται στον οργανισμό, κατά τη διάρκεια της άσκησης, απομακρύνονται με βραδύτερο ρυθμό από το αίμα ατόμων που αθλούνται συστηματικά, σε σύγκριση με τα άτομα μη αθλητές / ασκούμενους. (McArdle et al., 2001) (Από το βιβλίο «Φυσιολογία της Άσκησης», επιμέλεια Κλεισούρας Β., Εκδόσεις Πασχαλίδης, Β΄ έκδοση, Τόμος 1, σελ. 452, 472).
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η άσκηση δεν κουράζει, αλλά αντίθετα ξεκουράζει, ότι χαλαρώνει πραγματικά και μας κάνει πιο παραγωγικούς στην εργασία.
Επίσης, οι ασκούμενοι αντιλαμβάνονται ότι η συμμετοχή τους σε προγράμματα άθλησης και δραστηριοτήτων κινητικής αναψυχής αποτελούν μια καλή ευκαιρία να διατηρήσουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες, συναντώντας τους φίλους τους ή γνωρίζοντας, μέσω του αθλητισμού, άλλους ανθρώπους και κατανοούν ότι αξίζει η άσκηση να είναι μια προτεραιότητα στη ζωή τους.
Η φυσική δραστηριότητα και οι δραστηριότητες αναψυχής που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του ελεύθερου χρόνου είναι άμεσα συνυφασμένες και με κάποιες βασικές ψυχολογικές προεκτάσεις.
Η ηδονή είναι η πρώτη ψυχολογική προέκταση της φυσικής δραστηριότητας και σχετίζεται με θετικά συναισθήματα ευχαρίστησης, διασκέδασης, ενθουσιασμού και χαράς (Schwartz, 1992).
Το αίσθημα της απόδρασης από την καθημερινότητα, επίσης, αποτελεί ένα από τα βασικότερα οφέλη της φυσικής δραστηριότητας, καθώς συνδέεται με την τάση του ατόμου να ξεφύγει από την πραγματικότητα, τις ευθύνες, τα προβλήματα και τη ρουτίνα μέσω μιας άλλης δραστηριότητας (Woodruff, 1985).
Η πρόκληση είναι ένα ακόμη θετικό συναίσθημα που πηγάζει από την ενασχόληση με δραστηριότητες αναψυχής, καθώς συνδέεται με συναισθήματα κινδύνου, περιπέτειας και γενικότερα έκκρισης αδρεναλίνης στον οργανισμό (Willig, 2008).
Τέλος, από τα βασικότερα και αμεσότερα οφέλη της συμμετοχής σε μορφές φυσικής δραστηριότητας είναι η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης, της αυτοεκτίμησης, της αυτογνωσίας, της αυτοπαρακίνησης, του αυτοελέγχου, της αυτοαποτελεσματικότητας (McAuley, 1994).
Επιπλέον, σύμφωνα με τους Τaylor, Sallis και Needle (1985), η συστηματική ενασχόληση με διάφορες μορφές φυσικής δραστηριότητας και άσκησης συμβάλλει στην όξυνση της ακαδημαϊκής επίδοσης, της συναισθηματικής σταθερότητας, της μνήμης, της πνευματικής λειτουργίας, της αντίληψης, της ευεξίας και της αποτελεσματικότητας στον χώρο εργασίας. Επιπροσθέτως, η συμβολή της είναι σημαντική στην ελάττωση των πονοκεφάλων, της σύγχυσης, της έντασης, του θυμού, της επιθετικότητας και της κατάθλιψης.
Αντίθετα, η μη συμμετοχή σε μορφές φυσικής δραστηριότητας, συμβάλλει στην εμφάνιση ποικίλων ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, όπως άγχος, αϋπνία, κούραση, έλλειψη διάθεσης, που αντανακλούν την εκδήλωση ψυχικών ασθενειών.
Γκέλσης Ιωάννης,Φυσικοθεραπευτής,OMT,Acup.Sp.
Αρθρογραφία:
Η Κινητική Αναψυχή ως «παιδαγωγός» ΜΠΕΚΙΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Ελεύθερος χρόνος και υπαίθρια κινητική αναψυχή ΚΟΥΘΟΥΡΗΣ ΧΑΡΙΛΑΟΣ
Ψυχολογική προσέγγιση σε ομαδικές δραστηριότητες αθλητισμού και αναψυχής ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ Βιολογικοί μηχανισμοί που συνδέονται με τη φυσική δραστηριότητα – άσκηση ΔΑΛΑΜΗΤΡΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ