Η διαφωνία για την παρακολούθηση ενός τηλεοπτικού προγράμματος με τα παιδιά μου, με ώθησε να μελετήσω την σημασία της κατάταξης και σήμανσης του τηλεοπτικού προγράμματος, τόσο των σταθμών ελεύθερης λήψης όσο και των συνδρομητικών.
Η κατάταξη των τηλεοπτικών προγραμμάτων εφαρμόζεται σε πέντε ηλικιακές κατηγορίες:
- «Κατάλληλο για όλους»,
- «Κατάλληλο για άνω των 8 ετών»,
- «Κατάλληλο για άνω των 12 ετών»,
- «Κατάλληλο για άνω των 16 ετών» και
- «Κατάλληλο για άνω των 18 ετών».
Σύμφωνα με το http://www.opengov.gr/digitalandbrief/
Οι κατηγορίες αποφασίστηκαν με κριτήριο «το βαθμό δυσμενούς επίδρασης που μπορεί να έχει το περιεχόμενο των τηλεοπτικών προγραμμάτων στην προσωπικότητα και στην εν γένει σωματική, ηθική, πνευματική και ψυχική ανάπτυξη των ανηλίκων (προσώπων ηλικίας έως 18 ετών).
Στην αναζήτηση για το πως επηρεάζονται η προσωπικότητα, η σωματική, ηθική, πνευματική και ψυχική ανάπτυξη (και δεν τα ξανά αναφέρω τυχαία) βρήκα το πολύ ενδιαφέρον Μεταπτυχιακό Εγχειρίδιο «Η ταινία και το βίντεο στην εκπαίδευση» των Σοφός, Αλιβίζος (Λοΐζος) Γιασιράνης, Στέφανος. (2022).
Σύντομη παιδαγωγική προσέγγιση των κατηγοριών σήμανσης μιντιακών περιεχομένων.
Οι παρακάτω κατηγορίες σήμανσης (α-δ) μιντιακών περιεχομένων (κινηματογράφος, τηλεόραση, διαφημιστικά σποτ, βίντεο στο Διαδίκτυο π.χ. YouTube) βασίζονται στο πνεύμα των νεότερων νόμων, όπως η «συμφωνία των ομοσπονδιακών κρατιδίων για την προστασία των νέων στα περιβάλλοντα των Μέσων» το 2003 της Γερμανίας και, γενικότερα, στη διευρυμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση.
Σύμφωνα με αυτήν, τα υπό ανάπτυξη άτομα πρέπει να προστατευτούν από τις μιντιακές προσφορές, «οι οποίες είναι ικανές να προσβάλουν την ανάπτυξη των παιδιών και των νέων στην πορεία τους προς μια κοινωνικοποιημένη και υπεύθυνη προσωπικότητα».
Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται για κανονιστικά κριτήρια παιδαγωγικής αξιολόγησης.
α. Ελεύθερη πρόσβαση χωρίς κανέναν περιορισμό
Τα μικρά παιδιά 1-8 χρονών (πρώιμη παιδική ηλικία) βιώνουν τα μιντιακά περιεχόμενα άμεσα και με αυθόρμητο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι την ηλικία του ενός έτους τα παιδιά (βρέφη) προσλαμβάνουν τα περιεχόμενα στο μιντιακό πλαίσιο (κινηματόγραφος, τηλεόραση) ως πραγματικά δρώμενα.
Σταδιακά, προς το τέλος του πρώτου έτους και έπειτα αντιλαμβάνονται, περισσότερο διαισθητικά, ότι τα δρώμενα που παρουσιάζονται μπορούν να βιντεοσκοπηθούν και να αναπαραχθούν, π.χ. με φωτογραφική μηχανή ή βίντεο.
Από δύο χρονών είναι σε θέση να αντιληφθούν περισσότερο μερικές μορφές και τεχνικές έκφρασης των μιντιακών περιεχομένων, όπως η απόσταση, το μέγεθος των αντικειμένων, την έναρξη και λήξη της εκπομπής, την παρουσία ή απουσία προσώπων και αντικειμένων.
Προς την ηλικία των 5 ετών τα παιδιά αρχίζουν, αλλά όχι συστηματικά , να κάνουν διακρίσεις και να αντιλαμβάνονται ότι τηλεοπτικά και κινηματογραφικά περιεχόμενα δεν αντιστοιχούν με την ίδια την πραγματικότητα. Η αντίληψή τους είναι προπαντός αισθητικοκινητική και «επεισοδιακή», ενώ οι γνωστικές και δομικές ικανότητές τους είναι περιορισμένες.
Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που παρακολουθήσουν σκηνές κινηματογραφικών έργων με σκοτεινά πλάνα, με σκηνές που προκαλούν έντονη συναισθηματική φόρτιση και φόβο ή με γρήγορες εναλλαγές σκηνών, μπορούν να προκληθούν αποσταθεροποιήσεις.
Επίσης κατά τη θέαση ταυτίζονται άμεσα με τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα του έργου. Σκηνές βίας και προβληματικές διαπροσωπικές σχέσεις προκαλούν άγχος και συχνά φόβο, ενώ δεν έχουν τη δυνατότητα να επεξεργαστούν από μόνα τους αυτά τα βιώματα.
β. Ελεύθερη πρόσβαση από 8 χρονών και πάνω
Από 8 χρονών και πάνω τα παιδιά βρίσκονται στη μέση (8-10) μέχρι την προχωρημένη (10-12) παιδική ηλικία και αναπτύσσουν σταδιακά διευρυμένες ικανότητες γνωστικής επεξεργασίας αισθητηριακών εντυπώσεων, οι οποίες δεν έχουν αναπτυχθεί με σταθερό και ίδιο τρόπο σε όλα τα παιδιά των ηλικιών αυτών (6-12 χρονών).
Συχνά παραμένουν στα παιδιά έντονα συναισθηματικά βιώματα και εντυπώσεις, ενώ αρκετά «συμπάσχουν» με τους πρωταγωνιστές ή αναπτύσσουν φοβίες, μην μπορώντας να τις διαχειριστούν.
Από το 7ο έως το 8ο έτος, ξεκινάει το στάδιο των «συγκεκριμένων γνωστικών εγχειρημάτων». Το παιδί αποκτά περαιτέρω γνωστικές ικανότητες κρίσης στην ομάδα των συνομήλικων του στο σχολείο, στον ελεύθερό του χρόνο και στην οικογένειά του. Μαθαίνει μέσα από το παιχνίδι να αντιστρέφει την ενέργεια και την αναγνώριση συμπερασμάτων, να χρησιμοποιεί, δηλαδή, ένα από τα κεντρικά όργανα της λογικής: την έννοια της ισότητας και της διαφοράς. Μαθαίνει αξιοποιώντας αυτό το όργανο να κρίνει τα πράγματα, τα σύμβολα, να συγκρίνει και να κρίνει τις ενέργειες κ.λπ. (όχι υπό την έννοια της ηθικής!), να κατασκευάζει και να πραγματοποιεί. Σε σχέση με το περιεχόμενο μιας κινηματογραφικής ταινίας, αρχίζει να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ πραγματικού και μυθοπλαστικού / φανταστικού περιεχομένου, της διαφήμισης και της πραγματικότητας του διαφημιζόμενου αντικειμένου.
Αρχίζει, επίσης, «να σκέπτεται»» και να υλοποιεί μια «απόφαση» στην πράξη – ο Piaget ονομάζει αυτήν τη διαδικασία «συγκεκριμένο γνωστικό εγχείρημα». Αυτήν τη διαδικασία μπορεί «να τη φανταστεί», επίσης, εσωτερικά, να τη σκεφτεί και να αναγνωρίσει τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Δεκάχρονα παιδιά, για παράδειγμα, μπορούν να κρίνουν σε μια ταινία ότι διαφορετικές ομάδες ανθρώπων μπορούν να μεταφέρουν φορτία διαφορετικού βάρους και παράλληλα να γελούν, εάν από το ένα ή το άλλο πρόσωπο πέφτει το φορτίο και καταστρέφεται στο έδαφος. Σε περίπτωση, όμως, που ερωτηθούν γιατί τα βάρη αυτά είναι διανεμημένα διαφορετικά στις ομάδες ανθρώπων, δυσκολεύονται να απαντήσουν. Εδώ εξετάζεται η ηθική διάσταση της έννοιας της ισότητας και της διαφοράς.
Τα παιδιά έχουν μάθει φυσικά να διαπραγματεύονται τους κοινωνικούς κανόνες, να τους αναθεωρούν, να διαφωνούν πάνω σε αυτούς και να τους μετατρέπουν. Έχουν μάθει ήδη να παρατηρούν με προσοχή τις ανισότητες και την αδικία. Παραμένουν με αυτές τις γνώσεις ακόμα έντονα μέσα στο πλαίσιο της καθημερινής εμπειρίας τους. Κατά κανόνα η κινηματογραφική ταινία, το βίντεο και το Διαδίκτυο ξεπερνούν τον γνωστικό ορίζοντα των παιδιών σε αυτήν τη φάση της ανάπτυξής τους. Για αυτόν τον λόγο είναι σημαντικό οι συγκρουσιακές καταστάσεις ενός έργου και οι συναισθηματικά φορτισμένες εντάσεις να έχουν μια θετική έκβαση. Σε διαφορετική περίπτωση, συχνά «ταρακουνιούνται», είναι φοβισμένα και ανίσχυρα κατά την κατανάλωση μιντιακών περιεχομένων. Εδώ είναι σημαντική η ετοιμότητα από μέρους των γονιών και των εκπαιδευτικών και η προθυμία τους να συζητήσουν τις μιντιακές εμπειρίες των παιδιών. Επομένως, συμπληρωματικά η «γονική καθοδήγηση» είναι πολύ σημαντική και συμβάλλει στην πρόσβαση και τη διάθεση των μιντιακών περιεχομένων σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα. Τα ενημερωτικά φυλλάδια γύρω από το περιεχόμενο και οι αφορμές για συζήτηση είναι μια πραγματική βοήθεια για τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς.
γ. Ελεύθερη πρόσβαση από 12 χρονών και πάνω
Τα παιδιά αυτής της ηλικιακής ομάδας (προεφηβική και εφηβική ηλικία) αναπτύσσουν την ικανότητα αποστασιοποιημένης αντίληψης του μιντιακού περιεχομένου. Ήδη, σε ηλικία 11 έως 12 ετών ξεκινάει το στάδιο των «τυπικών γνωστικών εγχειρημάτων». Όπως γίνεται κατανοητό από τον ίδιο τον όρο, η αναγνώριση και η δράση και η συνδεόμενη, με αυτές, ιδέα της ισότητας και της διαφοράς σχετίζονται τώρα σε ένα «υψηλότερο» επίπεδο δραστηριοτήτων, αυτό της νοημοσύνης «με υποθέσεις». Οι υποθέσεις διαμορφώνονται από τα ίδια τα άτομα ή γίνονται δεκτές μέσω του περιβάλλοντος και με αυτές υλοποιούνται τα γνωστικά εγχειρήματα. Είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τυπικά χαρακτηριστικά ενός κινηματογραφικού έργου, να το κατατάσσουν σε κατηγορίες (κωμωδία, μυθοπλασία, τρόμου) και να προκαταβάλλουν το περιεχόμενο, τη δομή/πλοκή του και τα αναμενόμενα συναισθήματα που θα βιώσουν. Παρά τις γνωστικές τους ικανότητες, προβληματική παραμένει η διαχείριση γρήγορων εναλλαγών με σκηνές έντονης βίας, συναισθηματικού άγχους και μεταφυσικών αναπαραστάσεων που δεν μπορούν να επεξεργαστούν από μόνοι τους.
Οι έφηβοι (12-16 χρονών) βρίσκονται στη φάση του αυτοπροσδιορισμού της ταυτότητάς τους και συχνά, αν και συνήθως δεν γίνεται αντιληπτό, πληγώνονται, είναι ευάλωτοι και ευαίσθητοι. Αποσταθεροποιούνται, δηλαδή, εύκολα. Τέτοιες περιπτώσεις έχουμε σε κινηματογραφικά έργα που παρουσιάζονται πρωταγωνιστές με αντικοινωνικές, αντιπαραγωγικές και βίαιες συμπεριφορές, τις οποίες οι έφηβοι «αποδέχονται» και προσπαθούν να «ταυτιστούν με αυτές» –ή προκαλούνται να τις «μάθουν»– για να αναφέρουμε εδώ μοντέλα μάθησης, όπως μάθηση με μίμηση, μάθηση με πρότυπο. Παρόλο που τέτοια περιεχόμενα μπορούν να αποσταθεροποιήσουν μερικούς εφήβους, μπορούν να αξιοποιηθούν εκπαιδευτικά, προκειμένου να προβληματιστούν πάνω σε αντικοινωνικές συμπεριφορές και βίαιες εναλλακτικές που παρουσιάζονται ως στρατηγική επίλυσης προσωπικών και κοινωνικών διαφορών.
δ. Ελεύθερη πρόσβαση από 16 χρονών και πάνω
ο λόγος που ενδεχομένως επιλέχτηκε η ηλικία των 16 αντί για 15 όπως είχε ακουστεί, είναι ότι σε εφήβους από 16 χρονών και πάνω «πιστώνονται» οι απαραίτητες γνωστικές, συναισθηματικές και ηθικές ικανότητες που θωρούνται αναγκαίες για την οικοδόμηση της ικανότητας και δεξιότητας στα Μέσα (Media Literacy).
Σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η προσωπικότητα «αποκρυσταλλώνεται».
Το παιδί ανακαλύπτει ότι τα πράγματα, οι άνθρωποι και τα σύμβολα έχουν όρια και αιτιώδεις σχέσεις. Αρχίζει με την αυτορρυθμιζόμενη πραγματοποίηση παραδοχών, μαθαίνει να παρουσιάζει επιδόσεις, συλλέγει και ταξινομεί, παράγει και ολοκληρώνει. Το παιχνίδι τοποθετείται έμμεσα δίπλα στην εργασία. Αναπτύσσει μια αίσθηση για τη διαμόρφωση του κόσμου με διαφορετικά περιεχόμενα και μορφές έκφρασης. Συγχρόνως συμμετέχει όλο και περισσότερο στην ομάδα των συνομηλίκων. Εκεί συναντά νέες μορφές της αμοιβαίας εκτίμησης, της καθοδήγησης ή/και της αυθεντίας και της αλληλεγγύης. Αυτές οι εμπειρίες εμφανίζονται, πέρα από την εμπειρία των σχέσεων που έχουν αποκτηθεί με τους γονείς και φέρνουν νέα «πρότυπα» για την ταύτιση στη ζωή του παιδιού. Προβληματικές παραμένουν για αυτήν την ηλικιακή ομάδα κινηματογραφικές ταινίες που τείνουν με συστηματικό τρόπο να προβάλλουν βίαιες και αντικοινωνικές συμπεριφορές ως εναλλακτικά μοντέλα επίλυσης κοινωνικών και ατομικών διαφορών. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν περιεχόμενα που «εξυμνούν» τον κοινωνικό στιγματισμό ομάδων ατόμων (π.χ. αλλοδαποί, ομοφυλόφιλοι), «προτείνουν» φασιστικές ιδεολογίες ως κοινωνικό προσανατολισμό, ελαχιστοποιούν ή αρνούνται ρατσιστικές πρακτικές, όπως το Ολοκαύτωμα των Εβραίων.
Μία από τις πιο σημαντικές δεξιότητες των παιδιών είναι η ικανότητά τους να παρατηρούν – να παρατηρούν και να επεξεργάζονται τους πάντες και τα πάντα. Εκατοντάδες έρευνες δείχνουν την τάση και τη θέληση των παιδιών να μιμούνται τη συμπεριφορά των γονιών τους.
Ως γονείς, είμαστε υπεύθυνοι για την ανατροφή, την εκπαίδευση και την περιουσία των παιδιών μας. ( https://europa.eu/youreurope/citizens/family/children/parental-responsibility/index_el.htm)
Οι έρευνες επίσης δείχνουν ότι τα παιδιά μεγαλώνοντας τείνουν να μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό τους γονείς τους. Αυτό το γεγονός αποδεικνύεται μεγάλη ευθύνη για τους γονείς διότι έχουν τεράστια επιρροή στην εξέλιξη των παιδιών τους. Κοινωνικοί επιστήμονες και γενετιστές έχουν εντοπίσει πολλές συμπεριφορές που επαναλαμβάνονται από τη μια γενιά στην επόμενη.
Σύμφωνα με την αμερικανίδα παιδοψυχολόγο Sara Bean ο κάθε γονιός θα κάνει αυτό που είναι καλύτερο για το δικό του παιδί και θα χρησιμοποιήσει τις συμβουλές που ταιριάζουν στην δική του οικογένεια.
Όμως ως γονείς είμαστε υπεύθυνοι για να…
- Παίρνουμε δύσκολες αποφάσεις, που μπορεί να μην αρέσουν πάντα
- Μαθαίνουμε στο παιδί να λειτουργεί αυτόνομα
- Φέρνουμε τα παιδιά προ των ευθυνών τους
- Μην ακολουθεί το «κύμα»
- Κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε:
Ορισμένες φορές αυτό είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε. Το να μεγαλώνουμε ένα παιδί είναι μία αέναη πράξη εξισορρόπησης: Προσπαθούμε να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στο να κάνουμε πάρα πολλά και πολύ λίγα, να επιβάλλουμε επιπτώσεις που δεν είναι ούτε πολύ σκληρές ούτε πολύ χαλαρές.
Στο τέλος, αυτό που βλέπουν και πιστεύουν τα παιδιά, αυτό και γίνονται. Ας προσπαθήσουμε να γίνουμε η “μηλιά” που κουβαλάει στα κλαδιά της τους σωστούς καρπούς. Ας είμαστε εμείς το θετικό παράδειγμα που κάθε παιδί θα ήθελε να μοιάσει και που αργότερα με τη σειρά του θα μεταδώσει στις επόμενες γενιές.
Γκέλσης Ιωάννης,Φυσικοθεραπευτής,ΟΜΤ,Acup.sp.
Επιστημονικά Υπεύθυνος “Kinesiotherapy”
Επ.Συνεργάτης Α.Π.Θ.