Ο εγκέφαλος είναι το όργανο το οποίο έχει την ικανότητα να εντοπίζει τον πόνο.
Ο πόνος έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει το άτομο να επικεντρωθεί στις δραστηριότητές του. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο εγκέφαλος συνεχίζει να στέλνει μηνύματα πόνου ακόμα και όταν το αρχικό ερέθισμα έχει επιλυθεί (Meyer, Ringcamp, Campbell, et al 2006).
Συχνά, το αίσθημα του πόνου συνοδεύεται από την ύπαρξη φόβου.
Οι φοβίες είναι παθήσεις που συνοδεύουν την ανθρώπινη φύση και τον πολιτισμό από τη στιγμή της ύπαρξής του. Σύμφωνα με τον Ιπποκράτη, από την αρχαιότητα ήδη ο άνθρωπος εκδήλωνε έντονες φοβίες (π.χ. προς πλήθος κόσμου ή προς την έξοδο από το σπίτι στο φως της ημέρας) λόγω του αισθήματος απειλής. Οι περιγραφές του Ιπποκράτη ανταποκρίνονται επακριβώς στη σύγχρονη κλινική εικόνα των φοβιών παρόλο που τότε η διάγνωσή τους δεν ήταν ακόμη γνωστή (Saul, 2001).
Ο φόβος χαρακτηρίζεται ως ένα έμφυτο συναίσθημα που υπακούει στο αρχέγονο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Λειτουργεί ως αντίδραση στην παρουσία ή σκέψη ενός πραγματικού ή υποθετικού κινδύνου. Αποτελεί προειδοποιητικό σημάδι και προετοιμάζει τον οργανισμό να αντιμετωπίσει μία απειλή αποτρέποντας με αυτόν τον τρόπο κάποια πιθανή βλάβη. (Leidig & Glomp 2006).
Ως φοβία χαρακτηρίζουμε τον υπερβολικό και αδικαιολόγητο φόβο ως προς ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή μια κατάσταση, τα οποία στην πραγματικότητα, δεν ενέχουν κίνδυνο. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιοι δεν θεωρούν επικίνδυνο το φοβογόνο αντικείμενο, όμως αυτό δεν ανακουφίζει τον «ασθενή», εξάλλου υπάρχουν περιπτώσεις, όπου και ο ίδιος γνωρίζει πως ο φόβος του είναι αδικαιολόγητος. Όταν ο ασθενής εκτεθεί σε ένα τέτοιο φοβογόνο αντικείμενο, καταλαμβάνεται από οξύ άγχος, το οποίο κλιμακώνεται και μπορεί να φτάσει την κρίση πανικού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αποφυγή του ατόμου από το φοβογόνο συναίσθημα. Το αίσθημα του φόβου, λοιπόν, έχει σκοπό να προστατέψει το άτομο, να «ενεργοποιήσει» δηλαδή την κατάσταση του άγχους ώστε να είναι σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει ή να απομακρυνθεί από τον κίνδυνο που τον απειλεί. (Steimer, 2002).
Οι φοβίες όπως και όλες οι ψυχικές διαταραχές προκαλούνται από το συνδυασμό βιολογικών παραγόντων και εμπειριών της ζωής κάθε ατόμου. Όλοι οι άνθρωποι έχουν γενετικά προγραμματισμένες ορισμένες τάσεις φόβου απέναντι σε συγκεκριμένες καταστάσεις ή πράγματα. Οι υπερβολικές αυτές αντιδράσεις αποτελούν τις φοβίες, οι οποίες ως ένα βαθμό είναι αποτέλεσμα της επίδρασης γενετικών παραγόντων (Σαλπιστής, 2013).
Σύμφωνα με τη θεωρία της εξέλιξης ο σύγχρονος άνθρωπος φοβάται ό,τι αποτελούσε φόβο και θανάσιμο κίνδυνο και για τους προϊστορικούς του προγόνους, γεγονός που επιβεβαιώνει και πάλι ότι το ανθρώπινο είδος είναι «προγραμματισμένο» βιολογικά και ψυχολογικά να αντιδρά με φόβο στα ίδια ερεθίσματα, σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Έτσι, γίνεται αντιληπτό γιατί ακόμα και σήμερα αντικείμενα φοβικών αντιδράσεων αποτελούν τα ύψη, τα ζώα που κινούνται και ελίσσονται γρήγορα, που εμφανίζονται ξαφνικά, που έχουν περίεργη όψη, το σκοτάδι, η θέα του αίματος κ.ά. και όχι τα αυτοκίνητα, τα κινητά τηλέφωνα, τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, το τσιγάρο, το νέφος και τα όπλα. Τα πρώτα σχετίζονται άμεσα με το ένστικτο της επιβίωσης του ανθρώπου και γι’ αυτό η έκθεση του ανθρώπου σε αυτά μία ή δύο φορές προκαλούν άγχος, γεγονός που συμβάλλει στην εκδήλωση φοβικής αντίδρασης. Παρόλο, λοιπόν, που ο σύγχρονος κόσμος περιλαμβάνει αντικείμενα και καταστάσεις πραγματικά επικίνδυνες, ο άνθρωπος δύσκολα θα εκδηλώσει φοβία γι’ αυτά, καθώς δεν περιέχουν χαρακτηριστικά άμεσα συνδεδεμένα με την εξασφάλιση της επιβίωσής του (Τζελέπη, 2008).
Ορισμένοι φόβοι μπορούν να υιοθετηθούν διαμέσου της παρατήρησης της συμπεριφοράς άλλων ανθρώπων (π.χ. όταν ένα μικρό παιδί βλέπει τις αντιδράσεις των γονιών του κατά την αιμοληψία, στην θέα της σύριγγας), ή διαμέσου διαφόρων «κανόνων» ή προτροπών του τύπου «Μην κάθεσαι έτσι θα πονέσει η μέση σου» ή «Μην γονατίζεις θα πονέσουν τα γόνατα σου» (Schaffhausen, 2005).
Σύμφωνα με τη γνωστική θεωρία, οι φοβίες συνδέονται άμεσα με το άγχος, καθώς ορισμένοι άνθρωποι έχουν την τάση να επικεντρώνονται στις αρνητικές πλευρές ενός βιώματος και να θεωρούν δεδομένο ότι θα τους συμβούν ανάλογες αρνητικές καταστάσεις και στο μέλλον. Έτσι, ο κίνδυνος της επανάληψης της τραυματικής αυτής εμπειρίας εξελίσσεται σε μια φοβία (Schacter et al., 2012).
Το άγχος είναι το πιο κοινό χαρακτηριστικό στις φοβικές διαταραχές (Preda, 2018).
Η κινησιοφοβία είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της ιατρικής αποκατάστασης και της φυσικής θεραπείας για να περιγράψει τον φόβο των ανθρώπων από τον πόνο λόγω της κίνησης, έναν παράγοντα που εμποδίζει την αποκατάσταση και στην πραγματικότητα, παρατείνει την αναπηρία και την επίπονη κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Ο φόβος της κίνησης, όπως αλλιώς αποκαλείται αυτή η πάθηση, είναι πιθανό να είναι ένας βασικός παράγοντας ώστε ο ασθενής να αργήσει να επιστρέψει στη συμμετοχή του σε δραστηριότητες προ-τραυματισμού (Kori et al.,1990), (Houben et al., 2005).
Οι μυοσκελετικές παθήσεις αδιαμφισβήτητα αποτελούν την βάση της κινησιοφοβίας. Άξιο είναι το γεγονός να αναφερθεί πως το 75% των μυοσκελετικών ασθενών είναι κινησιοφοβικοί. Σε πολλές περιπτώσεις, παρατηρούμε την κινησιοφοβία να κάνει αισθητή την παρουσία της σε ασθενείς με αυχεναλγία, οσφυαλγία, Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης, «Ψυχική Δυσφορία» ή κατάθλιψη, Σύνδρομο Deconditioning και σε ηλικιωμένους.
Ο χρόνιος πόνος στα παιδιά, σύμφωνα με έρευνες αντιπροσωπεύει το 20% με 30% των παιδιών – εφήβων παγκοσμίως (King et al., 2011·Stanford et al., 2008). Συχνά στα παιδιατρικά νοσοκομεία ο πόνος είναι ανεπαρκώς προσδιορισμένος και υποθεραπευμένος και σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10% μετατρέπεται σε χρόνιο. Μολονότι η πλειοψηφία των παιδιών που πάσχουν από χρόνιο πόνο, δεν παρουσιάζουν μεγάλη αναπηρία (Huguet & Miro, 2007), περίπου το 3% από αυτά, απαιτούν εντατική αποκατάσταση (Hechler et al., 2010).
Η στάση όλων όσων επικοινωνούν με το άτομο που πονά, συνεισφέρει στην ρύθμιση του πόνου του. Η κοινωνική υποστήριξη, μια αίσθηση ελέγχου και ικανότητας, καθώς και ο σχεδιασμός του μέλλοντος, είναι όλα ζωτικοί καθοριστικοί παράγοντες της ανθρώπινης εμπειρίας του πόνου.
Βιβλιογραφία:
-Βασιλάκος Δ. (2008). Ο πόνος και η Αντιμετώπιση του
-DiMatteo, R.M.Martin, R.L. (2006) Εισαγωγή στην Ψυχολογία της Υγείας
-Guyton and Hall. (2004). Εγχειρίδιο ιατρικής φυσιολογίας
-Expain Pain, David Butler
-Ψυχοκοινωνικές και πολιτισμικές όψεις του πόνου, θέματα φύλου και ταυτότητας στον πόνο, Βασιλική Τσιρτσιρίδου, Γεωργία Βασιλοπούλου
– Astley, A. (1990). A history of pain. Nursing 4
– Billings, A. (1994). Neuropathetic pain. Journal of palliative care
– Crinella, F. (1994). Brain mechanisms. New York academy of science .
– Ernst, S. B. (1997). A randomized controlled trial of intravenous clodrinate in patients with metastatic bone desease and pain. Journal of pain and symptom management.
-AGS (2002). Panel on Chronic Pain in Older Persons. The management of chronic pain in older persons.
-Bennett PM, Meulders A, Baeyens F, Vlaeyen JW. (2015). Words putting pain in motion: the generalization of pain – related fear within an artificial stimulus category.
-Boersma K, Linton SJ. (2006). Psychological processes underlying the development of a chronic pain problem: a prospective study of the relationship between profiles of psychological variables in the fear-avoidance model and disability
-Cherkas LF, Aviv A, Valdes AM, et al. (2006). The effects of social status on biological aging as measured by white-blood-cell telomere length.
-Cleland J, Fritz J, Childs J. (2008). Psychometric properties of the fear-avoidance beliefs questionnaire and Tampa Scale of Kinesiophobia in patients with neck pain.
-Cook AJ, Brawer PA, Vowles KE. (2006). The fear avoidance model of chronic pain: validation and age analysis using structural equation modeling.
-Crombez G, Eccleston C, Van Damme S, Vlaeyen JW, Karoly P. (2012). Fear- avoidance model of chronic pain: The nextgeneration
-Eccleston C., Palermo TM, Williams AC, Lewandowski Holley A., Morley S., Fisher E., Law E. (2014). Psychological therapies for the management of chronic and recurrent pain in children and adolescents.
-Edwards RR, Fillingim RB, Ness TJ. (2003). Age-related difference in endogenous pain modulation: a comparison of diffuse noxious inhibitory controls in healthy older and younger adults
-Flor H. & Hermann C. (2004). Biopsychosocial models of pain.
-Fordyce, W., Shelton, J. & Dundore, D. (1982). The modification of avoidance learning in pain behaviors. Journal of Behavioural Medicine
-Gignac M, Davis A, Hawker G, et al. (2006). “What do you expect? You’re just getting older”: a comparison of perceived osteoarthritis- related and aging-related health experiences in middle- and older-age adults
-Institute of Medicine (US) (2011). Committee on Advancing Pain Research, Care, and Education. Relieving pain in America: a blueprint for transforming prevention, care, education, and research. National Academies Press (US).
-Leidig S., Glomp I. (2006). Γιατί φοβόμαστε, Μετάφραση Αντωνοπούλου Μαριάννα, Σταινερ Ίρμχλιλντ.
-Moriarty O, McGuire BE, Finn DP. (2011). The effect of pain on cognitive function: a review of clinical and preclinical research
-Moseley GL. & Butler DS. (2015). Fifteen years of explaining pain: The past, present, and future. Journal of Pain
-Neito R, Miro J, Huguet A. (2009). The fear-avoidance model in whiplash injuries.
-Roelofs J, et al. (2007). Fear of movement and (re)injury in chronic musculoskeletal pain: Evidence for an invariant two-factor model of the Tampa Scale for Kinesiophobia across pain diagnoses and Dutch, Swedish, and Canadian samples.
-Rush AJ, Polatin P, Gatchel RJ. (2000). Depression and chronic low back pain: establishing priorities in treatment
-Vlaeyen JW, Linton SJ. (2012). Fear – avoidance model of chronic musculoskeletal pain: 12 years on.
-Volders S, Boddez Y, De Peuter S, Meulders A,Vlaeyen JW. (2015). Avoidance behavior in chronic pain research:A cold case revisited
-WHO (ΠΟΥ) (1995). Lexicon of alcohol and drug terms, Γενεύη.
Γκέλσης Ιωάννης, Φυσικοθεραπευτής, ΟΜΤ, Επιστημονικός Συνεργάτης ΑΠΘ.